- ψεφεννός
- ψεφεννός1 in darkness met. ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί (Porson: ψεφηνός codd.) N. 3.41
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ψεφεννός — ψεφηνός dark masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεφηνός — ή, όν, Α μτφ. (για πρόσ.) αμυδρός, άγνωστος, ταπεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι» + κατάλ. ηνός (πρβλ. χαλικ ηνός). Ο τ. έχει διορθωθεί σε ψεφεννός (< *ψεφεσνός)] … Dictionary of Greek